διαβητικός

διαβητικός
η , ό[ν] мед. 1.
1) диабетический; 2) страдающий диабетом; 2. (ο ) диабетик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "διαβητικός" в других словарях:

  • διαβητικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τον σακχαρώδη διαβήτη («διαβητικό κώμα») 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από διαβήτη …   Dictionary of Greek

  • διαβητικός — ή, ό (ιατρ.) 1. αυτός που αναφέρεται στην αρρώστια διαβήτη: Τα κύρια διαβητικά συμπτώματα είναι η συχνουρία και η απώλεια βάρους. 2. αυτός που ασθενεί από διαβήτη: Οι διαβητικοί δεν πρέπει να τρώνε γλυκά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιδιαβητικός — ή, ό (για φάρμακο, δίαιτα, τροφές) αυτός που αποβλέπει στην καταπολέμηση του διαβήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + διαβητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»